- βιάση
- η (Μ βίαση) [βιάζομαι]βιασύνη, σπουδή («η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιάση — η η βιασύνη, η σπουδή: Mην παίρνεις με βιάση αποφάσεις για τις οποίες μπορεί να μετανιώσεις μετά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιάσῃ — βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj mid 2nd sg (attic) βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj act 3rd sg (attic) βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj act 3rd sg (doric aeolic) βιά̱σῃ , βιάω constrain… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικός — ή, ό (Μ βιαστικός, ή, όν) [βιάζομαι] καταναγκαστικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. αυτός που γίνεται με βιάση, με σπουδή νεοελλ. εκείνος που επείγει, που πρέπει να γίνει γρήγορα αρχ. ισχυρός, βίαιος … Dictionary of Greek
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek
βιάσιμο — το η βιάση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιασύνη — η η βιάση, η σπουδή, η ανυπομονησία: Από τη βιασύνη του να φύγει άφησε όλα τα χρήσιμα έγγραφα πάνω στο γραφείο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)